- ακροτομώ
- ἀκροτομῶ (-έω) (Α) [*ἀκροτόμος]1. κόβω τα άκρα, ακρωτηριάζω2. (για θερισμό) κορφολογώ, κλαδεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκροτόμῳ — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)